- ακαμάκωτος
- -η, -ο [καμακώνω]αυτός που δεν χτυπήθηκε με το καμάκι«ακαμάκωτο χταπόδι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαμάκωτος — ακαμάκωτος, η, ο και ακαμάκιαστος, η, ο αυτός που δε χτυπήθηκε με το καμάκι: Το χταπόδι ήταν μεγάλο και ακαμάκωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαμάκιαστος — η, ο [καμακιάζω] ο ακαμάκωτος … Dictionary of Greek